- τραμπάλα
- η качели
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραμπάλα — και διαλ. τ. δραμπάλα και ντραμάλα, η, Ν 1. παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από μικρή σιδερένια ή ξύλινη δοκό ή σανίδα που ταλαντεύεται σε διχαλωτό υποστήριγμα, τοποθετημένο στο κέντρο βάρους της και η οποία έχει μικρά καθίσματα στα άκρα τής… … Dictionary of Greek
τραμπάλα — η (λ. ιταλ.), είδος κούνιας, μακρουλή σανίδα που ταλαντεύεται πάνω σε ψηλό υποστήριγμα του κέντρου της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπαλίζομαι — Ν [τραμπάλα] 1. κάνω τραμπάλα, κάθομαι στο ένα άκρο τής τραμπάλας και σπρώχνοντας το έδαφος με το πόδι σηκώνομαι, ενώ την ίδια στιγμή ο συμπαίκτης μου που κάθεται στο απέναντι άκρο κατεβαίνει και επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση 2. (γενικά)… … Dictionary of Greek
τραμπαλεύομαι — Ν [τραμπάλα] τραμπαλίζομαι … Dictionary of Greek
Αλεβίζος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ευστάθιος. Καταγόταν από το Πυργάκι της Γόρτυνας. Πολέμησε με τον Δ. Πλαπούτα και πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, της Πάτρας και της Κορίνθου. 2. Θεόδωρος. Αγωνιστής από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας. Πήρε μέρος… … Dictionary of Greek
Αλεξάκος, Νικόλαος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Σπάρτη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και ανδραγάθησε στην Τραμπάλα και στο Πολυάραβο. Μετά την Επανάσταση έλαβε τον βαθμό του υπαξιωματικού της Φάλαγγας … Dictionary of Greek
Αρμυριώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ιθάκη και πήρε ενεργό μέρος στον Αγώνα της εθνεγερσίας. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Γνώστης του πυροβολικού, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην Επανάσταση.… … Dictionary of Greek
Ηλιόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Μαντινεία και επονομαζόταν Φιλαντρής. Πολέμησε γενναιότατα στις αρκαδικές μάχες και κατά τον αποκλεισμό και την καταστροφή του Δράμαλη. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Καρύταινα της… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… … Dictionary of Greek
κούνια — η 1. το λίκνο, το κρεβατάκι του βρέφους: Είναι κατεργάρης από κούνια. 2. τραμπάλα, κάθε συσκευή κατάλληλη για ταλάντευση: Κούνια, κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)